φυσητής

φυσητής
φυσητής
blower
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυσητής — ο, ΝΑ [φυσῶ] (για πρόσ.) αυτός που φυσάει, που χρησιμοποιεί φύσημα στη δουλειά του (α. «φυσητής τού γυαλιού» β. «φυσητὴς ὑέλοιο», Μανν.) …   Dictionary of Greek

  • φυσητήν — φυσητής blower masc acc sg (attic epic ionic) φυσητός blown fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσητῶν — φυσητής blower masc gen pl φυσητός blown fem gen pl φυσητός blown masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσητάς — φυσητά̱ς , φυσητής blower masc acc pl φυσητά̱ς , φυσητής blower masc nom sg (epic doric aeolic) φυσητά̱ς , φυσητός blown fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπαδοφυσητής — λοπαδοφυσητής, οῡ, ὁ (Α) (επίθετο τού διαβόητου γαστρίμαργου αυλητή Δωρίωνος) αυτός που φυσά τις λοπάδες αντί για τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδ ος «πιατέλα» + φυσητής (< φυσώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”